αδιαπνευστία

αδιαπνευστία
ἀδιαπνευστία, η (Α) [ἀδιάπνευστος]
έλλειψη ή αναστολή τής εφιδρώσεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιαπνευστία — ἀδιαπνευστίᾱ , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem nom/voc/acc dual ἀδιαπνευστίᾱ , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπνευστίᾳ — ἀδιαπνευστίᾱͅ , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαπνευστία — η (ιατρ.), έλλειψη εξάτμισης ή διαπνοής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαπνευστίας — ἀδιαπνευστίᾱς , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem acc pl ἀδιαπνευστίᾱς , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπνευστίαν — ἀδιαπνευστίᾱν , ἀδιαπνευστία want of perspiration fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαφόρηση — η η αδιαπνευστία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”